Το 1945 ο Miner διατύπωσε κατάλληλα ένα κριτήριο για τη γραμμική συσσώρευση βλαβών λόγω κόπωσης, το οποίο είχε προτείνει παλαιότερα ο Palmgren, ότι δηλαδή, η συνθήκη για αστοχία υπό κόπωση είναι:

όπου, ni , ο αριθμός κύκλων φόρτισης με τάση σi που έχει υποστεί μια κατασκευή, και, Ni , ο αριθμός κύκλων φόρτισης με την ίδια τάση σi που προκαλεί αστοχία.
Το κριτήριο αυτό καλείται συχνά και νόμος του Miner και αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα σημαντικό εργαλείο για τη πρόβλεψη του χρόνου ζωής των κατασκευών.
Το 1950, το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο άνοιξε νέους ορίζοντες για τη κατανόηση των μηχανισμών κόπωσης. Την ίδια εποχή ο Irwin εισήγαγε τον συντελεστή έντασης τάσεων Κ, ο οποίος αποτέλεσε τη βάση της Γραμμικής Ελαστικής Θραυστομηχανικής (LEFM – Linear Elastic Fracture Mechanics) και των μεθόδων πρόβλεψης της διάδοσης των ρωγμών υπό κόπωση (FCG – Fatigue Crack Growth).

όπου η f(.) είναι αδιάστατη ποσότητα και εξαρτάται μόνο από τη γεωμετρία του δοκιμίου, το πλάτος του (w), και, το μήκος της ρωγμής (α).
Το 1960, ο Paris έδειξε ότι ο ρυθμός αύξησης των ρωγμών υπό κόπωση da/dN, μπορεί να περιγραφεί άριστα με την μεταβολή του συντελεστή έντασης τάσεων ΔΚ.

Η εξίσωση που πρότεινε ο Paris είναι η πιο γνωστή σήμερα ημιεμπειρική φόρμουλα που περιγράφει ικανοποιητικά και ταιριάζει σε ένα μεγάλο αριθμό περιπτώσεων και δεδομένων.
[Προηγούμενη] | Πάνω | [Επόμενη] |