Obesity    Παχυσαρκία  Δείκτης μάζας σώματος (BMI) > 25.
Objective lens   Αντικειμενικοί φακοί Σύστημα φακών μεγάλης μεγέθυνσης που βρίσκεται κοντά στο αντικείμενο που παρατηρείται.
Obligate aerobe   Υποχρεωτικά αερόβιος Επιβίωση αποκλειστικά παρουσία οξυγόνου.
Obstretician ή gynecologist   Γυναικολόγος  
Oligosaccharide   Ολιγοσακχαρίτες Οι ολιγοσακχαρίτες είναι σακχαριδικό πολυμερές που περιέχει ένα μικρό αριθμό σακχάρων, γνωστά ως απλά σάκχαρα (μονοσακχαρίτες).
Oligozoospermia   Ολιγοσπερμία  
Omphalocele   Ομφαλοκήλη Συχνό φαινόμενο στα νεογέννητα, όπου οφείλεται σε άνοιγμα ή αδυναμία του κοιλιακού τοιχώματος στην περιοχή του ομφαλού, με αποτέλεσμα μέρος του εντέρου να προβάλει στην περιοχή του ομφαλού.
Oncology   Ογκολογία Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τους όγκους.
o-nitrophenyl-β-D-galactopyranoside  oNPG o-νιτροφαινυλ-β-D-γαλακτοπυρανοσίδη Χρωμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
ONPG ONPG Γαλακτοπυρανοσίδη Yπόστρωμα ανοσοενζυμικών προσδιορισμών.
O-phenileno diamine OPD Ο-φαινυλενοδιαμίνη Yπόστρωμα ανοσοενζυμικών προσδιορισμών.
o-phenylenediamine OPD ορθoφαινυλενοδιαμίνη Χρωμογόνο υπόστρωμα που χρησιμοποιείται σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς.
Opsonization   Οψωνινοποίηση Διευκόλυνση της φαγοκυττάρωσης με την καθήλωση στους μικροοργανισμούς ανοσοσφαιρινών ή κλασμάτων του συμπληρώματος
Oral Contraceptive pill OCPs Αντισυλληπτικό χάπι   Λήψη φαρμακευτικής αγωγής από το στόμα για τον έλεγχο των γεννήσεων.
Oral rehydration solutions ORS Στοματικά διαλύματα επανενυδάτωσης Χορηγούμενα υγρά ώστε να επανέλθει αργά η ισορροπία υγρών και ηλεκτρολυτών στο φυσιολογικό.
Orchidometer Prader   Ορχιδόμετρο Prader Σύνολο από μικρά μπαλάκια για την συγκριτική εκτίμηση του όγκου των όρχεων.
Orchitis   Ορχίτιδα Οξεία φλεγμονή του όρχεως, η οποία στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αφορά μόνο τον έναν όρχι ( μονήρης ).
Organ   Όργανο Σύνολο ιστών που αποτελούν οργανική ενότητα και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία σε έναν ζωντανό οργανισμό
Orifice ή Sheath flow cell    Κυψελίδα ροής Βασικό εξάρτημα της κυτταρομετρίας ροής.
Orthostatic albuminuria   Oρθοστατική αλβουμινουρία Αυξημένη απέκκριση αλβουμίνης κατά την παραμονή σε όρθια θέση και φυσιολογική έκκριση πρωτεΐνης σε ύπτια ή οριζόντια θέση.
Orthostatic proteinuria OPTU Oρθοστατική λευκωματουρία Αυξημένη πρωτεΐνiκή απέκκριση κατά την παραμονή σε όρθια θέση και φυσιολογική έκκριση πρωτεΐνης σε ύπτια ή οριζόντια θέση.
Osmolality   Ωσμωτικότητα Το μέτρο της ώσμωσης ενός διαλύματος που εκφράζεται ως Osm/Kg βάρους σώματος.
Osmometer   Οσμόμετρο Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της ωσμωτικής πίεσης διαφόρων διαλυμάτων.
Osmosis   Ώσμωση Ώσμωση ονομάζεται το φαινόμενο της διέλευσης περισσότερων μορίων διαλύτη, μέσω ημιπερατής μεμβράνης από τον διαλύτη στο διάλυμα ή από το διάλυμα μικρότερης συγκέντρωσης (αραιότερο) προς το διάλυμα μεγαλύτερης συγκέντρωσης σε διαλυμένη ουσία (πυκνότερο).
Osteoarthritis   Οστεοαρθρίτιδα Η πρόκληση μηχανικών ανωμαλιών που συνεπάγονται υποβάθμιση της αρθρώσεως.
Osteoblast   Οστεοβλάστη Κύτταρο υπεύθυνο για τη σύνθεση του νέου οστού. 
Osteocalcin BGP Οστεοκαλσίνη Μη κολλαγονική πρωτεϊνη GLA που παράγεται αποκλειστικά από τους οστεοβλάστες και αποτελεί ένα ευαίσθητο δείκτη οστεοβλαστικής δραστηριότητας.
Osteoclast   Οστεοκλάστη Κύτταρο υπεύθυνο για την οστική απορρόφηση. 
Osteopenia   Οστεοπενία Παθολογική κατάσταση στην οποία η οστική πυκνότητα είναι μικρότερη από το κανονικό. 
Osteoporosis   Οστεοπόρωση  Χρόνια πάθηση του μεταβολισμού των οστών που προκαλεί σταδιακή μείωση της πυκνότητας και ποιότητας των οστών. 
Oucherlony method   Διπλή ανοσοδιάχυση  
Outbreak   Επιδημία Εξάρσεις ασθενειών σε έναν ανθρώπινο πληθυσμό ,σε δεδομένη χρονική περίοδο, σε βαθμό μεγαλύτερο του αναμενόμενου.
Ova and Parasite Exam O&P Εξέταση για ωάρια και παράσιτα Μικροσκοπική εξέταση των κοπράνων για παράσιτα και ωάρια παρασίτων.
Ovarian cancer   Καρκίνος των ωοθηκών Νόσος κατά την οποία κακοήθη κύτταρα αναπτύσσονται στους ιστούς των οωθηκών και δημιουργούν όγκους.
Ovary   Ωοθήκη Το αναπαραγωγικό όργανο του θηλυκού οργανισμού στο οποίο παράγονται τα ωάρια.
Overweight   Υπέρβαρος Αυτός που το βάρος του ξεπερνά το φυσιολογικό.
Ovulation   Ωοθυλακιορηξία H ρήξη ενός ωοθυλακίου και η αποβολή του ωαρίου από τη φλοιώδη ουσία μιας ωοθήκης.
Oxaloacetic acid   Οξαλοοξικό οξύ Οργανική ένωση με  χημικό τύπο C4H4O5 ή HOOC-(C = O) - (CH2)-COOH .
Oxidase POP Οξειδάση Κατηγορία ενζύμων που καταλύει αντιδράσεις οξείδωσης.
Oxidation   Οξείδωση Αποβολή ηλεκτρονίων ή αύξηση του αριθμού οξείδωσης.
Oxide Ethylene   Οξείδιο του αιθυλενίου Πτητική χημική ουσία που χρησιμοποιείται για την αποστείρωση ιατρικών οργάνων.
Oxytocin Oxt. Ωκυτοκίνη  Πεπτιδική ορμόνη που παράγεται απο τα νευρικά κύτταρα του υποθαλάμου και μεταφέρεται μέσω νευραξόνων στον οπίσθιο λοβό της υπόφυσης απο όπου απελευθερώνεται στη κυκλοφορία του αίματος.

 

Τελευταία ενημέρωσηΣάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015