Macrocytic anemia | Μακροκυτταρική αναιμία | Αναμία που χαρακτηρίζεται από την παραγωγή λιγότερων αλλά μεγαλύτερων ερυθρών αιμοσφαιρίων. | |
Macromolecules | Μακρομόρια | Μόρια υψηλού μοριακού βάρους π.χ. πολυμερή και βιοπολυμερή. | |
Macrophages | ΜΦ | Μακροφάγα | Κύτταρα προερχόμενα απο τα μονοπύρηνα του μυελού των οστών που κυκλοφορούν στο αίμα ή έχουν εγκατασταθεί σε ιστό σε κατάσταση ισορροπίας ή σε φλεγμονή. |
Magnesium | Μg | Μαγνήσιο | Χημικό στοιχείο που υπάρχει στους οργανισμούς. |
Magnetic resonance imaging | MRI | Μαγνητική τομογραφία | Ακτινολογική μέθοδος απεικόνισης του εσωτερικού του οργανισμού χρησιμοποιώντας μαγνητικό πεδίο. |
Major Histocompatability Complex | MHC | Μείζον σύστημα ιστοσυμβατότητας | |
Malabsorption | Δυσαπορρόφηση | H αδυναμία να απορροφούνται μερικά σάκχαρα, λίπη , πρωτεΐνες και βιταμίνες από τις τροφές. | |
Malaria | Ελονοσία | Λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικά πρωτόζωα του γένους Πλασμώδιο. | |
Malfunction | Δυσλειτουργία | Αδυναμία ορθής λειτουργίας ενός οργάνου. | |
Malignant | Κακοήθης | Αυτός που έχει τις ιδιότητες της αναπλασίας, της διήθησης των ιστών και της χορηγήσεως μεταστάσεων. | |
Malnutrition | Υποσιτισμός | Δυσχερή κατάσταση που δηλώνει την έλλειψη θρεπτικών συστατικών σε σχέση με αυτά που έχει ανάγκη ο οργανισμός. | |
Mammogram | Μαστογραφία | Ακτινογραφία του μαστού με ειδικό μηχάνημα που λέγεται μαστογράφος. | |
Manchini method | RID | Aκτινωτή ανοσοδιάχυση | |
Mast cell | Mαστοκύτταρα ή ιστιοκύτταρα | Αποτελούν μέρος του ανοσοποιητικού,παράγονται στο μυελό των οστών και μεταναστεύουν στους ιστούς,όπου εγκαθίστανται κοντά στα αιμοφόρα αγγεία ή νεύρα. | |
Mastectomy | Μαστεκτομή | Χειρουργική αφαίρεση του μαστού και των λεμφαδένων της μασχάλης. | |
Mastocytosis | Mαστοκυττάρωση | Φάσμα διαταραχών που εκτείνεται απο την εμφάνιση μεμονωμένων όζων έως και τη διάχυτη διήθηση του δέρματος απο μαστοκύτταρα. | |
Mastoiditis | Μαστοειδίτιδα | Φλεγμονή των μαστοειδών κυψελών, συνήθως αποτέλεσμα διασποράς της λοίμωξης από οξεία μέση ωτίτιδα. | |
Masturbation | Αυνανισμός | Τεχνική εκσπερμάτισης χωρίς σεξουαλικό σύντροφο. | |
Maternal Serum AFP | MSAFP | AFP ορού μητέρας | Η AFP που κυκλοφορεί στον ορό της μητέρας. |
Mean corpuscular volume | MCV | Μέσος όγκος ερυθρών | Μέτρηση του μέσου όρου μεγέθους των ερυθρών κυττάρων του αίματος. |
Measles | Ιλαρά | Η ιλαρά είναι μια ιογενής λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος που προκαλείται από τον παραμυξοϊό του γένους morbillivirus. | |
Measuring range | MR | Εύρος μέτρησης | Η απόσταση δύο ορίων ανάμεσα στα οποία περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας. |
Media | Θρεπτικό υλικό | Τεχνητά υλικά που περιέχουν θρεπτικές ουσίες και παράγοντες κατάλληλους για την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των μικροβίων. | |
Medical history | Ιατρικό ιστορικό | Φάκελος που περιέχει κάθε τι σχετικό με την υγεία του ασθενούς καθ΄όλη τη διάρκεια της ζωής του. | |
Medullary thyroid cancer | Μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς | Νεόπλασμα του θυρεοειδούς αδένα. | |
Meiosis | Μείωση | Είναι ένας ειδικός τύπος της κυτταρικής διαίρεσης αναγκαίος για την σεξουαλική αναπαραγωγή στα ευκαρυωτικά κύτταρα. | |
Melthymaconic acid | MMA | Μεθυλμαλονικού οξύ | Δικαρβοξυλικό οξύ που είναι ένα μεθυλιωμένο παράγωγο του μηλονικού. |
Membrane-intact spermatozoa | Σπερματοζωάρια με άθικτη μεμβράνη | Ζώντα σπερματοζωάρια που δεν επιτρέπουν τη διέλευση της χρωστικής κατά τον έλεγχο ζωτικότητας. | |
Meningioma | Μηνιγγίωμα | Το μηνιγγίωμα είναι ένας καλοήθης όγκος εγκεφάλου, που προέρχεται από τις μήνιγγες, δηλαδή τα περιβλήματα γύρω από τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. | |
Meningitis | Μηνιγγίτιδα | Η φλεγμονή των προστατευτικών μεμβρανών του κεντρικού νευρικού συστήματος γνωστών και ως μήνιγγες. | |
Menopause | Εμμηνόπαυση | Η περίοδος που σηματοδοτεί τη μόνιμη λήξη της εμμήνου ρύσεως. | |
Menstruation | Έμμηνος ρύση | Η κυκλική, επαγόμενη από ορμόνες εφελκιδοποίηση του ενδομητρίου της μήτρας, η οποία συνοδεύεται από αιμορραγικό κολπικό έκκριμα. | |
Mercury | Hg | Υδράργυρος | Χημικό στοιχείο το μοναδικό μέταλλο σε υγρή μορφή. |
Mesothelioma | Μεσοθηλίωμα | Μορφή καρκίνου, που εμφανίζεται στους ιστούς που καλύπτουν τους πνεύμονες ή την κοιλιά. | |
Messenger RNA | mRNA | Αγγειαφόρο RNA | Το RNA που μεταφέρει τη γενετική πληροφορία από το DNA στα ριβοσώματα για τη σύνθεση πρωτεϊνών. |
Metabolic syndrome | Μεταβολικό σύνδρομο | Επικίνδυνο οργανικό σύνδρομο, που χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο επιμέρους μεταβολικών διαταραχών. | |
Metabolism | Μεταβολισμός | Οι χημικές διεργασίες που συμβαίνουν μέσα σε ένα ζωντανό οργανισμό, ώστε να διατηρηθεί η ζωή. | |
Metabolite | Μεταβολίτης | Οποιαδήποτε ουσία παραγόμενη κατά το μεταβολισμό ή μέσω της μεταβολικής διαδικασίας. | |
Metal | Μέταλλο | Στοιχείο, ένωση ή κράμα που είναι καλός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. | |
Metastasis | Μετάσταση | Απόσπαση καρκινικών κυττάρων από τον πρωτοπαθή καρκινικό όγκο μεταφορά τους μέσω ιστού ή μέσο της λέμφου σε άλλα υγιή κύτταρα. | |
Metazoa | Μετάζωα | Πολυκύτταροι ευκαριωτικοί οργανισμοί που ανήκουν στο βασίλειο των Πρωτίστων. | |
Methicillin-Resistant Staphylococcus aureus | MRSA | Ανθεκτικά στη μεθικιλλίνη στελέχη του Σ. χρυσίζοντα | Αυτά τα στελέχη του S. αureus έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα σε πολλά αντιβιοτικά και είναι υπεύθυνα για την πρόκληση σοβαρών ασθνειών στον άνθρωπο. |
Methine | Μεθίνη | Τρισθενής λειτουργική ομάδα = CH-, που προέρχεται από το μεθάνιο. | |
Methotraxate | Μεθοτρεξάτη | Φάρμακο με παρόμοια δομή εκείνης του φυλλικού οξέος το οποίο δρα ως αντιμεταβολίτης. | |
Methyl red | Ερυθρό του μεθυλίου | Δείκτης pH. | |
Microalbumin/Creatinine Ratio | ACR | Λόγος μικροαλβουμίνης/κρεατινίνης | Εξέταση προσδιορισμού πολύ μικρών ποσοτήτων πρωτεϊνών στα ούρα (μικροαλβουμινουρία). |
Microbiological | Μικροβιολογικός | Ο σχετιζόμενος με τη μικροβιολογία. | |
Microcytic | Μικροκυτταρικά | Αναφορά για ερυθρά αιμοσφαίρια που είναι μικρότερα του φυσιολογικού. | |
Microplate enzyme immunoassay | MEIA | Aνοσοενζυμική μέθοδος με πλάκα μικροτιτλοδότησης | |
Microplate reader | Φωτόμετρα πλακών μικροτιτλοδότησης | Φωτόμετρα πλακών μικροτιτλοδότησης 96 πηγαδιών για ανοσοενζυμικές αναλύσεις. | |
Microscopy of contract phase | Μικρoσκόπιση αντίθεσης φάσης | Μικροσκόπηση σκοτεινού πεδίου κατάλληλη για τη τρισδιάτατη απεικόνιση κυττάρων και κρυστάλλων. | |
Micturition | Ούρηση | Διαδικασία αποβολής των ούρων από την ουροδόχο κύστη. | |
Micturition | Ούρηση | Διαδικασία αποβολής των ούρων από την ουροδόχο κύστη. | |
Mid stream urine | Μέσου ρεύματος ούρα | Ούρα που λαμβάνονται κατά την ούρηση και στα οποία δεν έχουν συμπεριληφθεί οι πρώτες σταγόνες της ούρησης. | |
Middle piece ή Midpiece | Αυχένας (σπερματοζωαρίου) | Το πρώτο τμήμα της ουράς των σπερματοζωαρίων που περιέχει τα μιτοχόνδρια απαραίτητα για την ενέργεια της κίνησής του. | |
Mie Scatter | Σκέδαση τύπου Mie | Σκέδαση φωτός με αποκλειστικά πρόσθια κατεύθυνση που χρησιμεύει στη κυτταρομετρία ροής για το προσδιορισμό του όγκου και του περιεχομένου του κυττάρου. | |
Miscarriages | Αποβολή εμβρύου | Η απώλεια του μωρού μέσα στις πρώτες εικοσιτέσσερις εβδομάδες της εγκυμοσύνης. | |
Mitochondria | Μιτοχόνδρια | Οργανίδιο του ευκαρυωτικού κυττάρου που συμβάλλει στην παραγωγή ενέργειας. | |
Mitral incompetence | MI | Έμφραγμα | Η παρουσία θρόμβου που προκαλεί το σταμάτημα της κυκλοφορίας του αίματος στο αιμοποιητικό σύστημα. |
Mixture | Μίγμα | ||
Molality | Μοριακότητα | Ο αριθμός των moles μιας διαλυμένης ουσίας ανά λίτρο διαλύματος. | |
Molecular diagnosis | Μοριακή διάγνωση | Διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην ανίχνευση των μορίων που προκαλούν ασθένεια. | |
Molecules Equivalent soluble Fluorescine | MESF | Ισοδύναμα μόρια διαλυτής φλουορεσκείνης. | Μονάδα μέτρησης ποσοτικού φθορισμού στην κυτταρομετρία. |
Monoclonal antibody | mAb/ moAb | Μονοκλωνικό αντίσωμα | Μονοειδικά αντισώματα που γίνονται από όμοια κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. |
Monoclonal Gammopathy of Undetermined Significance | MUGS | Μονοκλωνική γαμμαπάθεια ακαθόριστης σημασίας | Ασυνήθιστη παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων της ίδιας ανοσοσφαιρίνης χωρίς κανένα σύμπτωμα ή επιπλοκή του πολλαπλού μυελώματος. |
Monocytes | MONO | Μονοκύτταρα | Είδος λευκών αιμοσφαιρίων που μετέχουν σε διαδικασίες φαγοκυττάρωσης. |
Monocytopenia | Μονοκυτταροπενία | Παθολογική κατάσταση κατά την οποία μειώνονται τα μονοκύτταρα του αίματος. | |
Monocytosis | Μονοκυττάρωση | Παθολογική κατάσταση κατά την οποία αυξάνονται τα μονοκύτταρα του αίματος. | |
Monosodium glutamate | MSG | Άλας γλουταμινικού μονονατρίου | Είναι το άλας νατρίου του γλουταμινικού οξέος, είναι ένα αμινοξύ που υπάρχει σχεδόν σε όλα τα τρόφιμα, ειδικά σε αυτά υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη. |
Monosomy | Μονοσωμία | Η απουσία ενός χρωμοσώματος. | |
Morbidity | Νοσηρότητα | Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανάγκη συχνών ιατρικών επισκέψεων ή νοσηλείας. | |
Morphology | Μορφολογία | H μορφή κυττάρων, μονοκύτταρων ή πολυκύτταρων οργανισμών. | |
Mosquito | Κουνούπι | Δίπτερο έντομο, που το τσίμπημά του είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό και επικίνδυνο για τον άνθρωπο και τα ζώα, καθώς το θηλυκό απομυζά με την προβοσκίδα του αίμα για να τραφεί, μεταδίδοντας έτσι διάφορες ασθένειες (ελονοσία, κίτρινο πυρετό κτλ.). | |
Motility | Κινητικότητα | Όρος που αναφέρεται στο προσδιορισμό του τρόπου κίνησης των σπερματοζωαρίων. | |
Mould | Μούχλα | Μύκητες που αναπτύσσονται σε οργανικές ουσίες, ιδίως τροφές, που αρχίζουν να αποσυντίθενται και σε κάθε υλικό λόγω υγρασίας. | |
MPO | MPO | Μυελουπεροξειδάση, είδος αντισώματος ANCA | |
Mucoid | Βλεννώδης | Ομάδα συζευγμεύνων πρωτεινών ζωικής προελεύσεως, που διαγέρουν από τη βλεννίνη ως προς τη διαλυτότητα. | |
Mucosa | Βλεννογόνος | Καλύπτεται από επιθήλιο που κύριες λειτουργίες του είναι η έκκριση και η απορρόφηση. | |
Mucus | Βλέννη | Κολώδης ουσία που παράγεται από τους βλεννογόνους και επενδύει ως προστατευτικό κάλυμα τις επιφάνειες των οργάνων. | |
Multiple myeloma | MM | Πολλαπλό μυέλωμα | Αιματολογική νεοπλασία που προέρχεται από τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των πλασματοκυττάρων (κύτταρα από τα οποία παράγονται οι ανοσοσφαιρίνες) |
Multiple sclerosis | MS | Πολλαπλή σκλήρυνση | Χρόνια νευρολογική αυτοάνοση ασθένεια στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα προκαλώντας απομυελίνωση. Γνωστή και ως σκλήρυνση κατά πλάκας. |
Mumps | Παρωτίτιδα | Ιική νόσος που προκαλείται από τον ιό της παρωτίτιδας. Γνωστή και ως μαγουλάδες. Χαρακτηρίζεται από επίπονη διόγκωση των σιελογόνων αδένων. | |
Muscle stiffness | Μυϊκή ακαμψία | Είναι πάθηση όπου παρατηρείται μειωμένη λειτουργικότητα του μυ με αποτέλεσμα την περιορισμένη κίνηση του. | |
Mutation | Μεταλλαγή | Ξαφνική αλλαγή στο γενετικό υλικό ενός οργανισμού.Μπορεί να αφορά είτε γονίδιο είτε χρωμόσωμα. | |
Myasthenia Gravis | MG | Μυασθένεια Gravis | Xρόνια αυτοάνοση πάθηση που χαρακτηρίζεται από πολλαπλών βαθμών αδυναμία των σκελετικών μυών του σώματος. |
Mycetes | Μύκητες | Οργανισμοί μικροσκοπικοί ή όχι, ένα από τα τέσσερα "βασίλεια" των οργανισμών στη γη. | |
Mycobacteria | Μυκοβακτηρίδια | Υποχρεωτικά αερόβιοι βάκιλλοι του γένους των ακτινοβακτηρίων (actinobacteriae). | |
Mycobacterium | Μυκοβακτηρίδιο | Ένα γένος των ακτινοβακτηρίων. | |
Mycobacterium leprae | Μυκοβακτήριο της λέπρας | Υποχρεωτικά αερόβιος βάκιλλος που αποτελεί τον αιτιολογικό παράγοντα της λέπρας (νόσος Hansen). | |
Mycobacterium tuberculosis | MTB | Μυκοβακτήριο της φυματίωσης | Υποχρεωτικά αερόβιος βάκιλλος που αποτελεί τον αιτιολογικό παράγοντα της φυματίωσης (ΤΒ). |
Myelin | Μυελίνη | Λιποειδής ουσία που περιβάλλει τον νευράξονα των εμμύελων νευρικών ινών. | |
Myelodysplastic syndrome (myelodysplasia) | MDS | Μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο (μυελοδυσπλασία) | Ασθένεια που επηρεάζει την παραγωγή αιμοκυττάρων από το μυελό των οστών. |
Myoglobin | Μυοσφαιρίνη | Πρωτεΐνη που απελευθερώνεται στο αίμα όταν η καρδιά ή άλλος σκελετικός μυς είναι τραυματισμένος- εξέταση. | |
Myxedema | Μυξοίδημα | Σοβαρό είδος υποθυρεοειδισμού. |
Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015