Latex Agglutination Test LAT Συγκολλητινοαντιδράσεις Απλές ανοσολογικές εξετάσεις όπου αντιγόνα και αντισώματα σχηματίζουν ορατά ανοσοσυμπλέγματα πάνω σε αντικειμενοφόρο πλάκα.
Lead   Μόλυβδος Μέταλλο με ατομικό αριθμό 82 και ατομικό βάρος 207,2.
Lemphoma   Λέμφωμα Ένας τύπος καρκίνου του αίματος που εμφανίζεται όταν τα Β και T λεμφοκύτταρα συμπεριφέρονται ανώμαλα.
Leprosy   Λέπρα ή νόσος του Χάνσεν Χρόνια λοιμώδης ασθένεια του ανθρώπου, που προκαλείται από τα μυκοβακτήρια Mycobacterium leprae και Mycobacterium lepromatosis.
Lethal dose LD50 Θανάσιμη δόση Η δόση που φονεύει το 50% του πληθυσμού (ο όρος χρησιμοποιείται στην αποστείρωση).
Leucitis   Λευκίτιδα ή Σληρίτιδα Φλεγμονή ή σκλήρυνση του λευκού εξωτερικού στρώματος του ματιού.
Leucocytes clumps    Σωροί πυοσφαιρίων Οι συγκολλήσεις μεγάλων ποσοτήτων πυοσφαιρίων που παρατηρούνται στο μικροσκόπιο.
Leukaemia   Λευχαιμία Πάθηση του αίματος που χαρακτηρίζεται από υπερβολική αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων
Leukine   Λευκίνη Αμινοξύ οι χαρακτηριστικοί κρύσταλλοι του οποίου αποτελούν μία από τις αιτίες αμινοξουρίας.
Leukocytes/White blood cells  WBC Λευκοκύτταρα Τα κύτταρα του αίματος που είναι υπεύθυνα για την άμυνα του οργανισμού.
Leukocytic esterase   Λευκοκυτταρική εστεράση Ένζυμα που παράγονται από τα λευκοκύτταρα και που χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση των λευκοκυττάρων με τη ταινία των ούρων.
Leukocytosis   Λευκοκυττάρωση Παθολογική αύξηση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων του αίματος.
Leukocyturia   Λευκοκυτουρία Αυξημένος αριθμός λευκοκυττάρων στα ούρα.
Leukopenia   Λευκοπενία H μείωση των λευκών αιμοσφαιρίων του αίματος.
Leukoplakia    Λευκοπλακία  Λευκή πλάκα στο βλεννογόνο του στόματος που δεν αποκολλάται.
Leukotrichia   Λευκοτριχία  Mερική έλλειψη χρωστικής των τριχών.
Lichenification   Λειχηνοποίηση Πάχωση του δέρματος με επίταση των δερματικών γραμμών.
Ligand   Υποκαταστάτης Ιόν ή μόριο που συνδέεται με ένα κεντρικό άτομο μετάλλου για να σχηματίσει ένα σύμπλοκο.
Limit of detection LOD Όριο ανίχνευσης  
Limit of quantification LOQ Όριο ποσοτικοποίησης  
Linearity   Γραμμικότητα Η ανώτερη συγκέντρωση τιμών που μπορεί να προσδιορίσει μια αναλυτική μέθοδος.
Lipase LPS Λιπάση Ένζυμο υπεύθυνο για την διάσπαση τριγλυκεριδίων της τροφής.
Lipoprotein   Λιποπρωτείνη Είναι μια βιοχημική ένωση η οποία περιέχει αμφότερες τις πρωτείνες και τα λιπίδια ενωμένα ώστε να κινούνται εντός του εξωκυττάριου υγρού.
Liquid l Υγρό Κάθε ουσία που παρατηρείται με συγκεκριμένο μεν όγκο αλλά όχι με καθορισμένο σχήμα
Liquidation   Ρευστοποίηση Όρος που περιγράφει τη διαδικασία ρευστοποίησης του σπέρματος (φαίνεται μικροσκοπικά) εντός μίας ώρας από τη λήψη του.
Lithium Li Λίθιο Μέταλλο που βρίσκεται στη φύση και ως φάρμακο δρά ελαττώνοντας χημικές ουσίες που προκαλούν διέγερση ή μανία.
Liver   Συκώτι ή ήπαρ Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής και εξωκρινής αδένας του σώματος.
Liver membrane antibodies LMA Aυτοαντισώματα κατά της μεμβράνης των ηπατοκυττάρων  
Lobe   Λοβός Καθένα από τα μέρη στα οποία χωρίζεται με αύλακες ένα όργανο του σώματος.
Looking Per Field Lpf Κατά οπτικό πεδίο   
Low-density lipoprotein LDL Λιποπρωτείνη χαμηλής πυκνότητας Μία από τις πέντε κύριες ομάδες των λιποπρωτεινών η οποία μεταφέρει πολλά μόρια λίπους εντός των κυττάρων.
Lubricant    Λιπαντικό  Ρευστή ή ημίρρευστη χημική ουσία η οποία τοποθετείται στα σημεία τριβής ενός μηχανήματος ή μια συσκευής.
Lumbar puncture LP Οσφυονωτιαία παρακέντηση Τεχνική λήψης εγκεφαλονωτιαίου υγρού (ΕΝΥ) από το μεσοσπονδύλιο διάστημα Ο3-Ο4 ή Ο4-Ο5.
Luminescent oxygen channeling Immunoassay LOCI Ανοσοχημειοφωταύγεια καναλιού οξυγόνου  
Luminometer   Λουμινόμετρο Όργανο προσδιορισμού της έντασης του φωτός, χρησιμοποιείται σε τεχνικές χημειοφωταύγειας.
Lump   Όγκος Μη φυσιολογική μάζα που έχει διευρυνθεί εις βάρος του οργανισμού εντός αυτού.
Lumphocytosis   Λεμφοκυτταροφιλία Παθολογική κατάσταση κατά την οποία αυξάνονται τα λεμφοκύτταρα  του αίματος.
Lumphopenia   Λεμφοκυτταροπενία Παθολογική κατάσταση κατά την οποία μειώνονται τα λεμφοκύτταρα  του αίματος.
Lung   Πνεύμονας  Όργανο του αναπνευστικού συστήματος στο οποίο γίνεται η ανταλλαγή των αερίων.  
Lung Cancer   Καρκίνος του πνεύμονα Η ασθένεια που χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των κυττάρων στους ιστούς του πνεύμονα.
Lupus Anticoagulant LA Αντισυγκολλητίνες λύκου Εξέταση για τον έλεγχο της πήξης του αίματος.
Luteinizing Hormone LH Ωχρινοτρόπος ορμόνη  Ορμόνη που παράγεται από την αυξηση των οιστρογόνων, παρέχει στο ωάριο την τελική ώθηση που χρειάζεται για να ωριμάσει πλήρως και να απελευθερωθεί από το ωοθυλάκιο. 
Lymph node   Λεμφαδένας - Λεμφογάγγλια Σταθμοί διήθησης της λέμφου
Lymphocytosis   Λεμφοκυττάρωση Αύξηση του συνολικού αριθμού των λεμφοκυττάρων πάνω απο τα φυσιολογικά επίπεδα.
Lymphoid organs   Λεμφοειδή όργανα Οργανα του σώματος (πχ.σπλήνας) στα οποία ωριμάζουν τα λεμφοκύτταρα.
Lymphokine-aktivated killer cells LAK Κύτταρα φονείς επαγόμενα από λεμφοκίνες Κύτταρα "φυσικοί φονείς" και (δευτερευόντως) CD8+ Τ-λεμφοκυττάρα που μετά την έκθεσή τους σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις IL-2 in vitro, αναπτύσσουν κυτταροτοξικές ιδιότητες χωρίς την παρέμβαση αντισωμάτων ή του συστήματος HLA.
Lysosomes   Λυσοσώματα Οργανίδια του φαγοκυττάρου που περιέχουν τοξικούς παράγοντες

 

Τελευταία ενημέρωσηΣάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015