Haemagglutination | Αιμοσυγκόλληση | Συγκόλληση μεταξύ ερυθρών αιμοσφαιρίων. | |
Haematuria | Αιματουρία | Η παρουσία αίματος στα ούρα που αποκτούν ερυθρή, καστανο-ερυθρή και θολή όψη. | |
Haemobilinuria | Χολερθρινουρία | Η παρουσία χολερυθρίνης στα ούρα λόγω μειωμένης απέκκρισής της στα ούρα. | |
Haemoglobinopathies | Αιμοσφαιρινοπάθειες | Διαταραχές της αιμοσφαιρίνης, του μεταβολισμού της αίμης (πορφυρίες) και της σφαιρίνης. | |
Haemoglubinuria | Αιμοσφαιρινουρία | Η παρουσία ελεύθερης διαλελυμένης αιμοσφαιρίνης στα ούρα. | |
Hashimoto | Χρόνια λεμφοκυτταρικη θυρεοειδίτιδα | Αυτοάνοσο νόσημα του θυρεοειδή αδένα. | |
Hashimoto's thyroiditis | Θυρεοειδίτιδα Hashimoto | Αυτοάνοσο νόσημα κατά το οποίο ο θυρεοειδής αδένας προσβάλλεται από κύτταρα ή αντισώματα μέσω διαφόρων ανοσολογικών διαδικασιών. | |
Head | Κεφαλή | Το πρώτο τμήμα των σπερματοζωαρίων. | |
Headache | Πονοκέφαλος ή κεφαλαλγία | Πόνος που παρουσιάζεται σε οποιαδήποτε σημείο του κεφαλιού ή στον αυχένα. | |
Health care provider | Πάροχος υγείας | Αρμόδιος φορέας που φροντίζει για τις ανάγκες της υγείας. | |
Heama Immune Agglutination | HIA | Αιμοσυγκόλληση | Μέθοδος προσδιορισμού αντισωμάτων ενός λοιμογόνου παράγοντα μέσω της σύνδεσης τους με αντιγόνα προσκολλημένα σε ερυθρά αιμοσφαίρια. |
Heamaturia | Αιματουρία | Απέκκριση αίματος κατά τη διάρκεια της ούρησης. | |
Heart attack | Έμφραγμα | Αιφνίδια διακοπή του αίματος προς την καρδιά. | |
Heart disease | Καρδιακή νόσος | Κατηγορία ασθενειών που εμπλέκουν τα αγγεία της καρδιάς ή του αίματος (αρτηρίες, τριχοειδή , φλέβες). | |
Heart rate | HR | Καρδιακός ρυθμός | Η τιμή μέτρησης του σφιγμού που μετριέται στο καρπό ή στην καρωτίδα |
Heidelberger-Kendall | Καμπύλη αναφοράς νεφελομετρίας | Η καμπύλη βαθμονόμησης που μετατρέπει την σκέδαση σε συγκέντρωση στα νεφελόμετρα. | |
Helminths | Έλμινθες | Παράσιτα του εντερικού σωλήνα του ανθρώπου και των ζώων | |
Hemacytometer | Αιμοκυτταρόμετρο | Μηχανική ή ηλεκτρική συσκευή που βοηθά στη μέτρηση ποσοστού κυττάρων σε ένα βιολογικό υγρό. | |
Hematemesis | Αιματέμεση | Αποβολή αίματος από το στόμα με εμετό | |
Hematocrit | Ht, Hct | Αιματοκρίτης | To ποσοστό των ερυθροκυττάρων στο ολικό αίμα. |
Hematospermia | Αιμοσπερμία | Η παρουσία ερυθρών αιμοσφαιρίων στο σπέρμα. | |
Heme | Αίμη | Ένωση που αποτελείται από άτομα δισθενούς σιδήρου ενωμένα με την πρωτοπορφθρίνη ΙΧ. | |
Hemidesmosome | Ημιδεσμόσωμα | Κυτταρικός σύνδεσμος ανάμεσα σε ένα επιθηλιακό κύτταρο και στο υποκείμενο βασικό έλασμα. | |
Hemochromatosis | Αιμοχρωμάτωση | Γενετική ασθένεια στην οποία το σώμα απορροφά περισσότερο σίδηρο από το φυσιολογικό. | |
Hemoglobin | Hb | Αιμοσφαιρίνη | Η χρωστική των ερυθροκυττάρων που περιέχει σίδηρο και μεταφέρει το οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς. |
Hemoglobin A1c | HbA1c | Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη | Είναι η αιμοσφαιρίνη που δημιουργείται από την μη ενζυματική γλυκοζυλίωση της β αλυσίδας, από την γλυκόζη του αίματος. |
Hemoglobinopathy | Αιμοσφαιρινοπάθεια | Όρος με τον οποίο περιγράφεται ποικιλία γενετικών (κληρονομικών) διαταραχών, που συνίσταται σε σφάλματα της παραγωγής των σφαιρινικών αλυσίδων. | |
Hemolysis | Αιμόλυση | Η καταστροφή των μεμβρανών των ερυθροκυττάρων. | |
Hemolytic anemia | Αιμολυτική αναιμία | Αναιμία που έχει ως γνώρισμα την υπέρμετρη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων στην περιφέρεια και διακρίνεται σε δίαφορες κατηγορίες. | |
Hemolytic transfusion reaction | Aιμολυτική αντίδραση κατά τη μετάγγιση | Οποιαδήποτε άμεση επιπλοκή (εντός 24 ωρών) που μπορεί να συσχετισθεί με την μετάγγιση παραγώγου/- γων αίματος. | |
Hemolytic uremic syndrome | HUS | Αιμολυτικό ουραιμικό σύνδρομο | Ασθένεια που χαρακτηρίζεται από αιμολυτική αναιμία, οξεία νεφρική ανεπάρκεια, και χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων. |
Hemophilia | Αιμοφιλία | Μια πάθηση κατά την οποία η ικανότητα του αίματος να πήζει μειώνεται σοβαρά. | |
Hemopoetic system | Αιμοποιητικό σύστημα | To σύνολο των κυττάρων και των διαλυμένων συστατικών του αίματος. | |
Hemorrhage | Αιμορραγία | Ροή αίματος έξω από το σώμα ή στο εσωτερικό του, λόγω ρήξεως αγγείων από τραυματισμό. | |
Hemosiderin | Αιμοσιδηρίνη | Σύμπλοκο σιδήρου, πρωτεϊνών και άλλων υλικών. | |
Hemotopoietic | Αιμοποιητικό | Το νόσημα από το οποίο πάσχει το αιμοποιητικό σύστημα του ανθρώπου. | |
Henle's loop | Αγκύλη του Henle | Σχήματος U αγκύλη των ουροφόρων σωληναρίων των νεφρών. | |
Hep-2 | Hep-2 | Kαρκινικά κύτταρα λάρυγγα | Υπόστρωμα ανοσοφθορισμού. |
Heparin | Ηπαρίνη | Παρεντερικό αντιπηκτικό φάρμακο με ταχεία δράση. | |
Hepatitis | Ηπατίτιδα | Φλεγμονή του ήπατος, που συνήθως προκαλείται από έκθεση σε λοιμώδη παράγοντα, μία τοξίνη ή ένα φάρμακο. | |
Hepatitis | HBV | Ηπατίτιδα | Φλεγμονή του ήπατος |
Hepcidin | Εψιδίνη | Πεπτιδική ορμόνη που παράγεται από το ήπαρ και ρυθμίζει την ομοιόσταση του σιδήρου. | |
Her-2/neu | Her-2/neu | Ογκογονίδιο το οποίο κωδικοποιεί έναν υποδοχέα για έναν συγκεκριμένο αυξητικό παράγοντα. | |
Hereditary breast–ovarian cancer syndrome | HBOC | Κληρονομικό σύνδρομο καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών | Σύνδρομο κατά το οποίο παράγονται περισσότερα από τα κανονικά καρκινικά κύτταρα μαστού και ωοθηκών σε γενετικά σχετικές οικογένειες. |
Herpes simplex virus | HSV | Ιός του απλού έρπη | Εξαιρετικά μεταδοτικός DNA ιός που προκαλεί εξάνθημα στην προσβαλλόμενη περιοχή, συνήθως προσβάλλει την περιοχή των χειλιών. |
Heterophile Antibody Titer | Τίτλος ετερόφιλων αντισωμάτων | Ειδική εξέταση ευαίσθητη στα ετερόφιλα αντισώματα που παράγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα σε απόκκριση με μόλυνση EBV. | |
Heterophilic antibodies | Ετερόφιλα αντισώματα | ||
Heterotroph | Ετερότοφος | Οργανισμός που δεν κατασκευάζει ο ίδιος τις οργανικές ουσίες που χρειάζεται, αλλά τις λαμβάνει από το περιβάλλον του. | |
Heterozygous | Ετερόζυγος | Άτομο με δύο διαφορετικά αλληλομορφα γονίδια (γονίδια που ελέγχουν την ίδια ιδιότητα με διαφορετικό τρόπο). | |
High-density lipoprotein | HDL | Λιποπρωτείνη υψηλής πυκνότητας | Μία από τις πέντε κύριες ομάδες των λιποπρωτεινών η οποία επιτρέπει σε λιπίδια όπως η χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια να μεταφερθούν μέσω της ροής αίματος με βάση το νερό. |
High-power field | HPF | Πεδίο υψηλής ισχύος | Ορατή περιοχή φάσματος μικροσκοπίου υπό την μέγιστη δυνατή μεγέθυνση του τρέχοντος αντικειμενικού φακού. |
Histamine | Ισταμίνη | Φυσιολογική ή παθολογική ορμόνη, που αυξάνει την έκκριση του γαστρικού υγρού και προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις ή αναφυλαξία. | |
Histochemistry | Ιστοχημεία | Κλάδος της ιστολογίας ο οποίος αναλύει τη χημική σύσταση των ιστών και τη δραστηριότητα των ενζύμων σε αυτούς. | |
Histocombatibility | Ιστοσυμβατότητα | H συμβατότητα των αντιγόνων των ιστών του δότη με αυτά του δέκτη προδικάζει την απόρριψη ή μη του μοσχεύματος. | |
Histocombatibility antigen | HLA | Αντιγόνο συμβατότητας | Αντιγόνα που καθορίζουν την ιστοσυμβατότηττα κάθε οργανισμού και παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μεταμόσχευση ιστών και οργάνων. |
Histology | Ιστολογία | Κλάδος που ασχολείται με τη φυσιολογία και την παθολογία των ιστών του σώματος. | |
Histoplasmosis | Ιστοπλάσμωση | Μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από την εισπνοή των μικροσκοπικών σπορίων του μύκητα Histoplasma capsulatum. | |
HLA Class Ι | HLA I | Αντιγόνα ανθρωπίνων λεμφοκυττάρων τάξεως Ι | Μόρια HLA που ενώνονται με ενδογενή αντιγόνα |
HLA Class ΙΙ | HLA II | Αντιγόνα ανθρωπίνων λεμφοκυττάρων τάξεως ΙΙ | Μόρια HLA που ενώνονται με εξωγενή αντιγόνα |
Hodgkin's disease | Νόσος του Hodgkin | Αιματολογική νόσος που ανήκει στα κακοήθη λεμφώματα, οφειλόμενη στα Β-λεμφοκύτταρα. | |
Holophytic | Ολοφυτικός | Οργανισμός που παράγει την τροφή του μέσω φωτοσύνθεσης. | |
Homeoplasia | Ομοιοπλασία | Σχηματισμός ιστού παρόμοιος με φυσιολογικό. | |
Homeostasis | Ομοιόσταση | Ικανότητα του ανθρώπου να διατηρεί σταθερό το εσωτερικό του περιβάλλον, παρά τις εξωτερικές μεταβολές, απαραίτητη για την επιβίωση. | |
Homeostatic model assessment | HOMA | Ομοιοστατικό μοντέλο αξιολόγησης | Μέθοδος υπολογισμού αντίστασης στην ινσουλίνη. |
Homocysteine | HCY | Ομοκυστεΐνη | Ένα μη πρωτεϊνικό αμινοξύ που χρησιμοποιείται στη διάγνωση καρδιακών και νευρολογικών νόσων. |
Homozygous | Ομόζυγος | Άτομο με δύο όμοια αλληλομορφα γονίδια για μια συγκεκριμένη ιδιότητα. | |
Hook effect | Φαινόμενο αγκίστρου | ||
Hormone replacement therapy | ΗRT | Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης | Η χορήγηση συμπληρωματικού συζευγμένου οιστρογόνου και προγεστίνης για τη θεραπεία καταστάσεων ορμονικής ανεπάρκειας. |
Horshradish Peroxidase | HRP | Υπεροξειδάση | Ένζυμο που χρησιμοποιείται συχνά σε ανοσοενζυμικούς προσδιορισμούς για την παραγωγή έγχρωμου σήματος ύστερα από την αντίδρασή του με κατάλληλο υπόστρωμα. |
Hospital acquired infection | Επίκτητη νοσοκομειακή λοίμωξη | Λοίμωξη που αποκτάει ένας ασθενής κατά την διάρκεια νοσηλείας του σε νοσοκομείο. | |
Hospitalization | Νοσηλεία | Η συστηματική παροχή ιατρικής φροντίδας σε άρρωστο, κυρίως από εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. | |
Hot flash | Έξαψη | Σε γυναίκες, ένα συχνό, αλλά όχι καθολικό σύμπτωμα φθίνουσας ωοθηκικής λειτουργίας, μειωμένων επιπέδων οιστραδιόλης και επικείμενης εμμηνόπαυσης, το οποίο συνοδεύεται από εφίδρωση. | |
Human Antigen Antigens | HLA | Αντιγόνα των ανθρωπίνων λευκοκυττάρων | |
Human anti-mouse antibodies | HAMA | Αντισώματα έναντι των ποντικιών | Αντισώματα που αναπτύσσονται έναντι μονοκλωνικών αντισωμάτων αντι-ποντικιών που χορηγούνται για θεραπευτικούς σκοπούς. |
Human Chorionic Gonadotropin | hCG | Χοριακή Γοναδοτροπίνη | Η hCG είναι μία ορμόνη που φυσιολογικά εκκρίνεται από τον πλακούντα. Ανιχνεύεται νωρίς κατά τη διάρκεια της κύησης και αποτελεί την ανιχνευόμενη ουσία σε πολλά τεστ εγκυμοσύνης. |
Human genome | Ανθρώπινο γονιδίωμα | Είναι το πλήρες σύνολο των ανθρωπίνων γενετικών πληροφοριών που αποθηκεύονται ως αλληλουχίες DNA εντός των 23 ζεύγων χρωμοσωμάτων του πυρήνα του κυττάρου καθώς και σε ένα μικρό μόριο DNA εντός του μιτοχονδρίου. | |
Human immunodeficiency virus | HIV | Ιός ανθρώπινης ανοσολογικής ανεπάρκειας | Ο ρετροιός που προκαλεί τη νόσο AIDS. |
Huntington's disease | Νόσος του Χάνινγκτον | Γενετική ασθένεια που προκαλει πνευματική σύγχιση και αλλαγή της προσωπικότητας. | |
Hyaline casts | Υαλώδεις κύλινδροι | Μεγάλοι πρωτεινικοί διαφανείς σχηματισμοί που βρίσκονται συνήθως σε φυσιολογικά ούρα. | |
Hyaluronic acid | ΗΑ | Υαλουρονικό οξύ | Ανιονική, μη θειική γλυκοζαμινογλυκάνη που διανέμεται ευρέως σε ολόκληρο τον συνδετικό, επιθηλιακό και νευρικό ιστό. |
Hydrogen peroxide | Υπεροξείδιο υδρογόνου | Το υπεροξείδιο του υδρογόνου (Η2Ο2) είναι ένα χλωμό μπλε υγρό περισσότερο παχύρρευστο από το νερό, σε αραιά διαλύματα εμφανίζεται άχρωμο. Έχει ισχυρές οξειδωτικές ιδιότητες και γι'αυτό χρησιμοποιείται επίσης ως απολυμαντικό και αντισηπτικό. | |
Hydrolysis | Υδρόλυση | Χημική αντίδραση διάσπασης χημικών δεσμών, χημικών ενώσεων υπό την επίδραση νερού. | |
Hydrometer | Υδρόμετρο | ||
Hyperbilirubinemia | Υπερχολερυθριναιμία | Η αυξημένη συγκέντρωση χολερυθρίνης που συνοδεύεται από ικτερική χροιά του δέρματος και κνισμό. | |
Hypercalcemia | Υπερασβεστιαιμία | Αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. | |
Hypergammaglobulinemia | Υπέργαμμασφαιριναιμία | Μη φυσιολογική αύξηση στην παραγωγή ανοσοσφαιρινών. | |
Hyperglycemia | Υπεργλυκαιμία | Αύξηση συγκέντρωσης σακχάρου στο αίμα. | |
Hyperinsulinemia | Υπερινσουλιναιμία | Υπερβολική έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας. | |
Hyperlipidemia | Υπερλιπιδαιμία | H αύξηση πέρα του φυσιολογικού ενός η περισσοτέρων λιπιδίων του αίματος. | |
Hypermagnisiaimia | Υπερμαγνησιαιμία | Αυξημένα επίπεδα μαγνησίου στα επίπεδα αίματος | |
Hyperparathyroidism | Υπερπαραθυρεοδεισμός | Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υπερπαραγωγή της παραθυρεοειδούς ορμόνης (ΡΤΗ). | |
Hyperplasia | Υπερπλασία | Ανώμαλος πολλαπλασιασμός των κυττάρων που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη καρκίνου. | |
Hyperprolactinemia | Υπερπρολακτιναιμία | Η αδικαιολόγητη παρουσία υψηλών επιπέδων προλακτίνης στο αίμα. | |
Hypersensitivity | Υπερευαισθησία | Υπερβολική ευαισθησία σε ερεθίσματα. | |
Hyperspermia | Υπερσπερμία | Η παραγωγή σπέρματος άνω των 7 ml ανά εκσπερμάτιση. | |
Hypertension | HTN | Υπέρταση | H αυξημένη άνω των φυσιολογικών επιπέδων αρτηριακή πίεση (συστολική ή/και διαστολική). |
Hyperthyroidism | Υπερθυρεοειδισμός | Κλινικό σύνδρομο κατά το οποίο ο θυρεοειδής αδένας υπερλειτουργεί και παράγει αυξημένη ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών. | |
Hyperuricaemia | Υπερουριχαιμία | Πάθηση που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα ουρικού οξέος. | |
Hypervariable regions | Υπερμεταβλητές περιοχές | Περιοχές μικρότερες σε μέγεθος των μεταβλητών με μεγαλύτερη αμινοξική ποικιλομορφία. | |
Hypocalcemia | Υπασβεστιαιμία | Ηλεκτρολυτική διαταραχή που οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα ασβεστίου στο αίμα. | |
Hypocaliemia | Υποκαλιαιμία | Ηλεκτρολυτική διαταραχή που οφείλεται σε χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα. | |
Hypochromic | Υπόχρωμα | Αναφορά για ερυθρά αιμοσφαίρια των οποίων το χρώμα φυσιολογικά θα έπρεπε να είναι πιο έντονα κόκκινο. | |
Hypogammaglobulinemia | Υπόγαμμασφαιριναιμία | Μη φυσιολογική μείωση στην παραγωγή ανοσοσφαιρινών. | |
Hypoglycemia | Yπογλυκαιμία | Χαμηλότερα από τα κανονικά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. | |
Hypomagnesemia | Υπομαγνησιαιμία | Έλλειψη μαγνησίου στο αίμα λόγω απωλειών του από το γαστρεντερικό και ουροποιητικό σύστημα. | |
Hyponatremia | Υπονατριαιμία | Κατάσταση που χαρακτηρίζεται απο μείωση του νατρίου του αίματος. | |
Hypo-osmotic Swelling test | HOS-Test | Δοκιμασία υπο-ωσμωτικής διόγκωσης | Δοκιμασία στην οποία αξιολογείται η ακεραιότητα και η φυσιολογική μεμβρανική λειτουργικότητα των σπερματοζωαρίων. |
Hypopituitarism | Υπολειτουργία της υπόφυσης | Πάθηση κατά την οποία η υποφυση δεν παράγει τις φυσιολογικές ποσότητες ορμονών. | |
Hypospermia | Υποσπερμία | Η παραγωγή σπέρματος κάτω των 2 ml ανά εκσπερμάτιση. | |
Hypostatic peumonia | Υποστατική πνευμονία | Πνευμονία που οφείλεται σε χρόνια ύπτια κατάκληση. | |
Hypothalamus | Υποθάλαμος | Περιοχή του στελέχους του εγκεφάλου των σπονδυλωτών υπεύθυνη για βασικές λειτουργίες του οργανισμού. | |
Hypothermia | Υποθερμία | Η ελλάτωση της θερμοκρασίας όλου του σώματος,ακόμα και κάτω από τους 35 βαθμούς Celsius (Κελσίου) °C. | |
Hypothyroidism | Υποθυρεοειδισμός | Ασθένεια του θυρεοειδή όπου παρατηρείται μείωση των ορμονών T3 και Τ4, που έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση του μεταβολισμού στα σπουδαιότερα οργανικά συστήματα. | |
Hypotonic swelling | Υποτονική διόγκωση | Αναφέρεται σε διόγκωση του κυττάρου όταν βρίσκεται σε διάλυμα χαμηλής συγκέντρωσης. | |
Hypoxia | Υποξία | Έλλεψη οξυγόνου στον αέρα | |
Hysterosalpingogram | Υστεροσαλπιγγογραφία | Aκτινολογική διαδικασία που ερευνά το σχήμα της κοιλότητας της μήτρας καθώς και το σχήμα και τη βατότητα του ωαγωγού. |
Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015